ισόκτυπος

ισόκτυπος
ἰσόκτυπος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ηχεί κάποιος άλλος, αυτός που κτυπά εξίσου ισχυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -κτυπος, (< κτύπος)
πρβλ. ετερό-κτυπος, χαλκό-κτυπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἰσόκτυπον — ἰσόκτυπος sounding like masc/fem acc sg ἰσόκτυπος sounding like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”